Ντέμλερ, Γκότλιμπ

Ντέμλερ, Γκότλιμπ
(Gottlieb Daimler, Σόρντορφ, Βίρτεμπεργκ 1834 – Μπαντ Κάνστατ, Στουτγκάρδη 1900). Γερμανός μηχανικός και εφευρέτης. Διπλωματούχος του πολυτεχνείου της Στουτγκάρδης, εξασκήθηκε πρακτικά στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γερμανία, όπου διηύθυνε τη βιομηχανία κινητήρων Ντόιτς της Κολονίας. Το 1883 ίδρυσε, με τον Γερμανό μηχανικό Βίλχελμ Μάιμπαχ (1846 – 1929), ένα πειραματικό εργοστάσιο κατασκευής κινητήρων και οχημάτων και τον ίδιο χρόνο έλαβε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για έναν από τους πρώτους του περίφημους μονοκυλινδρικούς κινητήρες εσωτερικής καύσης, που τον εφάρμοσε σ’ ένα δίτροχο το 1885 και σ’ ένα τετράτροχο όχημα το 1886 και παραχώρησε την ευρεσιτεχνία του στην Πανάρ-Λεβασόρ για τη Γαλλία. Το 1890 ίδρυσε στο Κάνστατ τη Daimler - Motoren – Gessellschaft, της οποίας τη διεύθυνση ανέθεσε στον Μάιμπαχ. Η εταιρεία εξελίχθηκε γρήγορα και ειδικεύτηκε στην κατασκευή αυτοκινήτων, μοτοσικλετών και ναυτικών μηχανών, με ανεξάρτητη δράση, έως το 1926, οπότε συγχωνεύτηκε με τη Benz, που ιδρύθηκε στο Μανχάιμ το 1883· από τη συγχώνευση προέκυψε η Daimler-Benz Aktiengesellschaft. Η συμβολή του Ν. στη μηχανική υπήρξε σημαντική. Πράγματι, στην εποχή εκείνη, οι κινητήρες του αποτέλεσαν σαφή πρόοδο και επέτρεψαν την κατασκευή αυτοκινήτων με σύγχρονα κριτήρια. Ο Ν. υπήρξε επίσης από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν υγρούς πτητικούς υδρογονάνθρακες ως καύσιμο των κινητήρων. Γκότλιμπ Ντέμλερ. Δύο ονομαστές επιτεύξεις του ένας μονοκύλινδρος κινητήρας τοποθετημένος σε «μοτοσυκλέτα» και ένας τετρακύλινδρος κινητήρας του 1890 (Μόναχο, Γερμανικό Μουσείο). Γκότλιμπ Ντέμλερ. Δύο ονομαστές επιτεύξεις του ένας μονοκύλινδρος κινητήρας τοποθετημένος σε «μοτοσυκλέτα» και ένας τετρακύλινδρος κινητήρας του 1890 (Μόναχο, Γερμανικό Μουσείο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”